- τρισμός
- ο, ΝΜΑ [τρίζω]ο τριγμόςνεοελλ.τονικός σπασμός τών μασητήριων μυών, ο οποίος προκαλεί μεγαλύτερου ή μικρότερου βαθμού δυσκολία στη διάνοιξη τών γνάθων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τρισμός — τριγμός shrill cry masc nom sg τρισμός shrill cry masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρισμός — ο βλ. τριγμός, ο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
trismo — (Del gr. trismos, chillido.) ► sustantivo masculino MEDICINA Contracción de los músculos de la mandíbula inferior que impide abrir la boca. * * * trismo (del gr. «trismós») m. Med. *Contracción tetánica de los *músculos maseteros que imposibilita … Enciclopedia Universal
MUSSARE — a boum voce μύ μύ, proprie de hoc animali. Virg. l. 12. Arn. v. 718. Mussantque iuvencae. Indead homines translatum, qui cum occulte et depressâ voce loquuntur, quod celatum velint, mussare dici coeperunt, Noniô teste. Varro vero a Mutorum sono… … Hofmann J. Lexicon universale
τέτανος — Οξεία νόσος που προκαλείται από την εξωτοξίνη ενός βακτηριδίου του Κλωστηρίδιου (clostridium) και χαρακτηρίζεται από νευρομυϊκά συμπτώματα (ακούσιοι σπασμοί των ραβδωτών μυών). Το υπεύθυνο μικρόβιο είναι ένα αναερόβιο σπορόγονο βακτηρίδιο, που… … Dictionary of Greek
τετανός — Οξεία νόσος που προκαλείται από την εξωτοξίνη ενός βακτηριδίου του Κλωστηρίδιου (clostridium) και χαρακτηρίζεται από νευρομυϊκά συμπτώματα (ακούσιοι σπασμοί των ραβδωτών μυών). Το υπεύθυνο μικρόβιο είναι ένα αναερόβιο σπορόγονο βακτηρίδιο, που… … Dictionary of Greek
τριγμός — και τρισμός, ο, ΝΜΑ [τρίζω] ήχος που δημιουργείται από προστριβή δύο σκληρών πραγμάτων, τρίξιμο (α. «τριγμός οδόντων» β. «τριγμοὶ πριόνων», Πλουτ.) αρχ. (για μερικά ζώα, όπως λ.χ. για την πέρδικα, για διάφορα ψάρια, για τα ποντίκια κ.ά.) οξεία… … Dictionary of Greek
τρισμώδης — ες,Ν [τρισμός] 1. αυτός που συνοδεύεται με τρισμό 2. φρ. «τρισμώδης λαρυγγίτιδα» παιδική λαρυγγίτιδα που προκαλεί δύσπνοια, συριγμό στο στήθος και τραχύ βήχα … Dictionary of Greek
τριγμός — τριγμός, ο και τρισμός, ο τρίξιμο, ήχος από προστριβή δύο σκληρών σωμάτων: Τριγμός των δοντιών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρισμοί — τριγμός shrill cry masc nom/voc pl τρισμός shrill cry masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)